Επιμέλεια: Βασιλική Ζαγναφέρη

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ (1775 – 1808)

Οι Σαρακατσαναίοι, σύμφωνα με την Αγγελ. Χατζημιχάλη, “ είναι ο πρωτογονικότερος πληθυσμός μέσα στη Ελληνική εθνότητα. Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία, περπατάρηδες, και κόσμος από λόγγα… Αποτελούν διάφορες πατριές, παρέες, μπουλούκια, επαγγελματικούς σχηματισμούς με ελεύθερα συνεταιρισμένες οικογένειες, τα τσελιγκάτα…” Επίσης, ο Κώστας Κωτσοκάλης γράφει: “ Οι Σαρακατσαναίοι δεν πρέπει να συγχέονται με τους Κωτσόβλαχους και Αρβανιτόβλαχους, που είναι ξενογενή φύλα, τα οποία εξελληνίστηκαν και απέκτησαν ελληνική συνείδηση, είναι απόγονοι αυτόχθονος πληθυσμού που οι ρίζες τους ξεκινούν από τότε που παρουσιάσθηκε ο άνθρωπος της Άνω Παλαιολιθικής εποχής”. Από τα σπλάχνα, λοιπόν, αυτών των Σαρακατσαναίων προέρχεται ο ηρωικότερος όλων των αρματολών και κλεφτών κι ο κορυφαίος της Ελληνικής κλεφτουριάς, ο Κατσαντώνης.

Ο Δημ. Λουκόπουλος σημειώνει πως “ τον ξέρει η προφορική παράδοση για Σαρακατσάνο τον Κατσαντώνη. Τον αντιλαλούν ακόμα οι ράχες που λημέριαζε. Ζει στο στόμα κάθε Αιτωλού και Αγραφιώτη και σήμερα, όπως ζούσε και τότε που κατατρόμαζε τ’ ασκέρι του Αλή- πασά. Τον τραγουδούν στους γάμους, στα παγγύρια, τον τραγουδούν τα πισημοήμερα. Διγιόνται τον άθλο του”.

Ο πατέρας του Κατσαντώνη, Γιάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε στο Βασταβέτσι (Πετροβούνι) της Ηπείρου. Κυνηγημένος από τον Αλή πασά πήρε το κοπάδι του και κατευθύνθηκε για να κρυφτεί στην περιοχή των Αγράφων, όπου κυριαρχούσε η κλεφτουριά με πρώτο κλέφτη τον ξακουστό Βασίλη Δίπλα. Εγκαταστάθηκε τελικά στο Μάραθο (Μύρισι) Αγράφων Ευρυτανίας, όπου οι κάτοικοι του χωριού τον καλοδέχτηκαν, τον βοήθησαν να στεριώσει και μάλιστα τον πάντρεψαν με την Αρετή, κόρη του κλεφτοκαπετάνιου στ' Άγραφα Βασίλη Δίπλα. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα αγόρια : 1) τον Κατσαντώνη, 2) τον Κώστα Λεπενιώτη, που γεννήθηκε στη Λεπενού, 3) τον Γιώργο Χασιώτη, που γεννήθηκε στα Χάσια και 4) το Χρήστο ή Κούτσικο, που πέθανε φυλακισμένος από τους Τούρκους στα Μετέωρα, καθώς και την κόρη τους Κατερίνα, που παντρεύτηκε κατόπιν στο χωριό Βελαώρα των Απεραντίων.

Στο Μάραθο γεννήθηκε το πρώτο παιδί της οικογένειας, ο Αντώνης, ο μετέπειτα γνωστός ως Κατσαντώνης. (Υπάρχουν ορισμένες αντιρρήσεις αν ο Κατσαντώνης γεννήθηκε στο Μάραθο. Μερικοί, όπως ο Κ. Ρωμαίος υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε κοντά στο Βασταβέτσι. Οι περισσότεροι όμως από τους περιηγητές ή ιστοριογράφους, όπως ο Fauriel, ο Pouqueville, ο Emerson, αλλά κυρίως ο γερουσιαστής Γιάννης Τσιγκόλης, που έγραψε τις σημειώσεις του ακολουθώντας πιστά τη διήγηση του Θεοδοσίου Νικοθέου, γιου του Νικοθέου, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ήρωάς μας γεννήθηκε στα Άγραφα και μάλιστα στον τόπο εγκατάστασης του πατέρα του, το Μάραθο). Ως προς τη χρονολογία γέννησής του υπάρχουν και εκεί αντικρουόμενες απόψεις. Ο Κασομούλης πάντως, τοποθετεί τη γέννησή του ανάμεσα στο 1770 και στο 1773, ο Φραγγίστας το 1777, ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες που προκύπτουν από τις σημειώσεις του Καρπενησιώτη γερουσιαστή Τσιγκόλη το 1775. Η χρονολογία μάλιστα αυτή τείνει να θεωρηθεί ως η πιο πιθανή. Νουνός του Κατσαντώνη ο ίδιος ο Δίπλας και κατ' άλλη εκδοχή (Κ. Ράμφου), ήταν ο Δήμας από το Κόρθι της Ηπείρου, που ήταν τσοπάνος στα αιγοπρόβατα του Αλή πασά.

Για το παρουσιαστικό του Κατσαντώνη οι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος, με "κομψήν οσφύν", ευκίνητος, μαύρο μουστάκι και "αστραπηβόλλους οφθαλμούς", ατρόμητος, σωστό παλικάρι, σύμφωνη δε με το θέμα αυτό είναι και η τοπική παράδοση στ' Άγραφα, αλλά και το ασύγκριτο φυσικό και αγνό περιβάλλον του Αγραφιώτικου χώρου και του σπιτικού του αρχοντόβλαχου Μακρυγιάννη. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, ο Κατσαντώνης ήταν παντρεμένος με την Αγγελική, κόρη μεγαλοκτηνοτρόφου με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Αλέξανδρο.

Αναφορικά δε, με την καθιέρωση του ονόματος του Κατσαντώνη, σημειώνονται οι ακόλουθες κυριότερες εκδοχές. Σύμφωνα, λοιπόν, με την παράδοση, η μητέρα του, που άκουγε το θρυλικό κλέφτη Δίπλα να διηγείται στο γιο της, όταν ήταν παιδί, για κλέφτικα λημέρια και την αντρειωμένη κλεφτουριά που μάχονταν τους Τούρκους και που αργότερα έβλεπε το νεαρό γιο της να ονειρεύεται την ελεύθερη ζωή των βουνών, τον παρακαλούσε να μείνει ακόμη λίγο στο χωριό ασφαλής κοντά της, λέγοντας "Κάτσε Αντώνη - Κάτσε Αντώνη", από όπου προήλθε τελικά και το όνομα Κατσαντώνης. Η πιθανότερη όμως εκδοχή είναι ότι το όνομα Κατσαντώνης προέρχεται από την τούρκικη λέξη "Kaçan" (Κατσάν) που σημαίνει  φυγόδικος. Το γράμμα - ç - στην τουρκική προφέρεται τσε. Ο Κατσαντώνης προτού ακολουθήσει την κλέφτικη ζωή είχε καταστεί φυγόδικος (Κατσαν - Αντώνης) διότι είχε σκοτώσει κάποιον Τούρκο.

Πριν βγει στο κλαρί ήταν βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του και είχε γυρίσει όλα τα βουνά των Αγράφων. Στα είκοσι πέντε του χρόνια όμως, δηλ. το 1802, όπως υποστηρίζει ο Φραγγίστας, εγκατέλειψε τον ποιμενικό βίο και έγινε κλέφτης, έπειτα από κάποιο περιστατικό που του συνέβη μ' έναν Τούρκο. Είχε συλληφθεί και εδάρη από ένα μπουλούκμπαση με την κατηγορία της ζωοκλοπής και αφέθηκε ελεύθερος αφού κατέβαλε πολλά λύτρα. Μόλις ο Κατσαντώνης απελευθερώθηκε, σκότωσε τον μπουλούκμπαση και υποχρεώθηκε έτσι, φυγοδικώντας, να στραφεί στην κλέφτικη ζωή. Μαζί με δέκα συγχωριανούς ή συγγενείς του άφησε το Μάραθο και εντάχθηκε στην ομάδα του Δίπλα, που λέγεται κατά την παράδοση ότι ήταν νονός του. Κοντά στο Δίπλα, έχοντας μαζί του και τους Κώστα Λεπενιώτη και Γεώργιο Χασιώτη, αύξησε τους ανθρώπους του και απόκτησε δικό του ασκέρι με 80 περίπου παλικάρια.

Η πρώτη του σπουδαία νίκη του εναντίον των Τουρκαλβανών έγινε στα μέρη της Τριφύλλας του Κλειτσού, όταν το 1803, κατά το Δημήτρη Σταμέλο, το 1805 κατά το Φραγγίστα, συνεπλάκη με το δερβέναγα Ιλιάσμπεη και τριακόσιους Αλβανούς τους οποίους έτρεψε σε φυγή, ενώ σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Ιλιάσμπεη. Θα πρέπει να αναφέρουμε σ' αυτό το σημείο ότι εκείνη την εποχή ο Κατσαντώνης έτρεφε μεγάλο μίσος εναντίον των Τουρκαλβανών, επειδή ο Αλή πασάς είχε διατάξει να συλλάβουν τους γονείς του και να τους μεταφέρουν στα Γιάννενα, όπου τελικά, αφού τους βασάνισε, τους σκότωσε. Ακόμη έπρεπε να αποδείξει ότι ήταν άξιος διάδοχος του Δίπλα αφού ο θρυλικός κλέφτης του παραχώρησε την αρχηγία, αναγνωρίζοντας την παλικαριά και την ανδρειωσύνη του.

Η ανάμνηση της μάχης της Τριφύλλας και του θανάτου του Ιλιάσμπεη αναφέρεται στα δημοτικά μας τραγούδια.

Στη συνέχεια, ακολούθησαν αρκετές μάχες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι αγώνες στις Γούστρες Ξηρόμερου, όπου η νίκη του Κατσαντώνη προκάλεσε τον ενθουσιασμό των υπόδουλων και γέμισε με φόβο και οργή τον Αλή. Έτσι, ο Κασομούλης γράφει: ο Κατσαντώνης από όλους τους κλέφτες “ επαρουσιάζετο η μεγαλυτέρα μάστιξ κατά των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά. Η φήμη του εξαπλώθηκε όχι μόνο στα Άγραφα, το Βάλτο και το Ξηρόμερο αλλά και στη Θεσσαλία, στην περιοχή του Σουλίου, παντού….” . Οι μάχες στου Πουλιού τη Βρύση στο Κεράσοβο, στο «Μαλαματέϊκο Λημέρι» και «Ληστή» Βάλτου, περιοχή στην οποία σημειώνεται το σημαντικότερο κατόρθωμα του Κατσαντώνη, το οποίο έγινε θρύλος και τραγουδήθηκε σε πολλά δημοτικά μας τραγούδια, ο θάνατος του Βεληγκέκα, του γνωστότερου δερβέναγα του Αλή Πασά. Τέλος, οι μάχες στο «Γρεβενοδιάσελο» Βουλγάρας και στη Σπινάσα.

Μετά τη μεγάλη αυτή μάχη στο "Γρεβενοδιάσελο", ο Κατσαντώνης ξεκίνησε με κατεύθυνση την Λευκάδα για να πάρει μέρος στη συνέλευση τον Ιούλιο του 1807. Θα πρέπει να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι ο Αλή πασάς ήθελε να καταλάβει τη Λευκάδα και γι' αυτό το λόγο η Ρωσία είχε στείλει ως έκτακτο επίτροπο της διοίκησης τον Ιωάννη Καποδίστρια το Μάϊο του 1807. Ο Καποδίστριας αντιμετώπισε με επιτυχία και τα αμυντικά, αλλά και τα οικονομικά προβλήματα του νησιού, η σπουδαιότερη όμως ενέργειά του εκείνη την εποχή ήταν το γεγονός ότι συγκέντρωσε στο νησί τους γνωστότερους καπετάνιους της Ρούμελης και ότι πέτυχε να τους συνδέσει στενά μεταξύ τους. Ανάμεσα σ' αυτούς που συμμετείχαν στη συνάθροιση ήταν, εκτός από τον Κατσαντώνη, ο Φώτος Τζαβέλας, ο Κίτσος Μπότσαρης, ο Περραιβός, ο Νότης Μπότσαρης, ο Κώστας και ο Γιώργος Στράτος, ο Μήτσος Κοντογιάννης, οι Μπουκουβαλαίοι, ο πελώριος Λεπενιώτης και άλλοι.

Στη συγκέντρωση όλοι οι οπλαρχηγοί άφησαν κατά μέρος τις διχόνοιες και απεδέχθησαν την υπεροχή του Κατσαντώνη που τον ανεγνώρισαν για αρχηγό τους και "ομοθυμαδόν τον ανεκήρυξαν πολέμαρχον και παντός ανδρείου ανδρειότερον". Κατά την διάρκεια δε του τραπεζιού ο Καποδίστριας έκανε πρόποση υπέρ της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους και οι συμμετέχοντες, αφού έσυραν τα ξίφη τους, ορκίστηκαν να πεθάνουν υπέρ πίστεως και πατρίδος.

Εκτός από τις μάχες αυτές που προαναφέρθηκαν, ο Κατσαντώνης έδωσε και άλλες πολλές μάχες ενάντια στους Τουρκαλβανούς. Στην "Κλεισούρα" Αιτωλίας, μαζί με τους Βαρνακιώτη και Μακρή, αφάνισαν την Τουρκική συνοδεία χρηματαποστολής και πήραν πολύ χρυσάφι, ασήμι, υποζύγια και τον οπλισμό της.

Το 1807, την άνοιξη, πολέμησε τους Τούρκους στην Άρτα και σε άλλα μέρη. Γι' αυτό και τα τόσα γνωστά δημοτικά τραγούδια με τα οποία ο Αγραφιώτικος, ιδιαίτερα, λαός εξύμνησε τα πολεμικά κατορθώματα του Κατσαντώνη, καθώς και τα ως τα σήμερα τοπωνύμια: "τα ταμπούρια του Κατσαντώνη", "η βρύση του Κατσαντώνη", "τα λημέρια του Κατσαντώνη", "η σπηλιά του Κατσαντώνη" κ.α. στον ευρύτερο χώρο της περιοχής των Αγράφων, του Βάλτου και του Ξηρόμερου.

Επισημαίνεται εδώ και υπογραμμίζεται το ιστορικά βεβαιωμένο γεγονός ότι ο Κατσαντώνης δεν αποδέχθηκε αρματολίκια και παρέμεινε κλεφτοκαπετάνιος απροσκύνητος κατά τον καιρό της δοξασμένης κλέφτικης δράσης του, αλλά κι ακόμα όταν αναπάντεχα πιάστηκε άρρωστος και μαζί με τον αδελφό του Γιώργο Χασιώτη οδηγήθηκε στα Γιάννενα. Επίσης, προστίθεται εδώ ότι ο Κατσαντωνέικος "νταϊφάς" αναδείχθηκε και σαν πραγματική Σχολή κλέφτικης τακτικής και στρατηγικής. Και "τα παλικάρια του, όσα δεν χάθηκαν στον πόλεμο με τους Αρβανιτάδες και Τούρκους μέχρι τον Εθνικό ξεσηκωμό, πάλεψαν στο Εικοσιένα και κάμποσοι, όπως ο Καραϊσκάκης ανυψώθηκαν σε κορυφαίους της Εθνεγερσίας",(Δημήτρη Σταμέλου: "Ο Κατσαντώνης").

Το καλοκαίρι του 1808 λέγεται ότι ο Κατσαντώνης αρρώστησε και πήγε πάλι στη Λευκάδα για να θεραπευθεί. Όταν βελτιώθηκε η κατάστασή του, επέστρεψε ξανά στα Αγραφιώτικα βουνά. Η βελτίωση της υγείας του όμως δεν κράτησε πολύ. Προσεβλήθη από τύφο ή ευλογιά, που τον εξάντλησε τόσο ώστε παρέδωσε την αρχηγία των αντρών του στον αδελφό του Λεπενιώτη, με δεξί χέρι τον Καραϊσκάκη και αποσύρθηκε προς το χωριό Μοναστηράκι Αγράφων μαζί με τον Αδελφό του Γιώργο Χασιώτη και πέντε από τα παλικάρια του για προστασία.

Για ένα μικρό χρονικό διάστημα έμεινε στο μοναστήρι του Αη - Γιάννη στο Παλιοκάτουνο. Αλλά ο Αλή πασάς πληροφορήθηκε την αρρώστια του καθώς και την παραμονή του εκεί και γι' αυτό έστειλε άνδρες του να τον συλλάβουν. Ο Κατσαντώνης με τον αδελφό του και τους άλλους μόλις πρόλαβαν να εγκαταλείψουν το κρησφύγετό τους που είχε αποκαλυφθεί και κατέφυγαν σε μια σπηλιά που πολύ δύσκολα μπορούσε να τη βρει κάποιος. Νερό έφερνε στον άρρωστο ο Χασιώτης, ενώ έμπιστοι άνθρωποι του μετέφεραν φαγητό. Τελικά, εκεί στη σπηλιά συνελήφθη έπειτα από σκληρή μάχη που έδωσε ο αδελφός του με τους υπόλοιπους συντρόφους του στην προσπάθειά τους να σπάσουν τον κλοιό και να φυγαδεύσουν τον άρρωστο Κατσαντώνη.

Το πώς, όμως, τον ανακάλυψαν οι Τουρκαλβανοί κρυμμένο σ' αυτή την σπηλιά, πιθανολογείται ότι προδόθηκε από κάποιον από τους ανθρώπους του, που του έφερναν την τροφή, ή από τους καλόγερους του μοναστηριού που γνώριζαν το μυστικό, ή ακόμη από μια γριά γυναίκα η οποία πήγε να προφυλαχθεί εκεί λόγω της κακοκαιρίας. Μπορεί πάλι οι διώκτες του να βρήκαν τυχαία τη σπηλιά, μια και γνώριζαν πολύ καλά την περιοχή των Αγράφων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Θεοδοσίου Νικοθέου, που καταγράφει ο γερουσιαστής Ι. Τσιγκόλης, κοντά στη σπηλιά υπήρχε ένας υδρόμυλος και ο μυλωνάς του, με τ' όνομα Σιούρτος από το χωριό Αγαλιανό, τροφοδοτούσε τον άρρωστο  και τους συντρόφους του. ο Σιούρτος πήγε μια ημέρα σπίτι του με δύο καρπούζια και είπε στη γυναίκα του να φυλάξει το ένα για τον καπετάνιο. Ο μικρός του γιος το άκουσε αυτό και όταν δυο Τούρκοι, εισπράκτορες ή χωροφύλακες, που κοιμήθηκαν εκεί, πήγαν να πάρουν το ένα καρπούζι φώναξε "μη, αυτό είναι για τον καπετάνιο". Οι Τούρκοι αντελήφθησαν τα λόγια του μικρού και ανέφεραν το συμβάν στον Άγο Μουχουρντάρη που συνέλαβε τον Σιούρτο, τον βασάνισε φρικτά μπροστά στη γυναίκα του για να μαρτυρήσει. Αυτή τελικά δεν άντεξε να βλέπει την κατάσταση του άντρα της και αποκάλυψε την τοποθεσία που κρυβόταν ο Κατσαντώνης.

Ο Άγο Μουχουρντάρης περικύκλωσε, λοιπόν, τα ξημερώματα μαζί με τους άντρες του τη σπηλιά και παρά τον αγώνα του Χασιώτη και των άλλων κατόρθωσε να συλλάβει τους δυο αδελφούς ζωντανούς, ενώ σκότωσε τα πέντε παλικάρια. Η διαταγή του Αλή πασά ήταν να συλληφθούν ζωντανοί ο Κατσαντώνης και Χασιώτης. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί σχετικά, ότι τον άπιστο και σκληρό Τουρκαλβανό Άγο Μουχουρντάρη εκδικήθηκε για την σύλληψη του θρυλικού Κατσαντώνη ο Σουλιώτης ήρωας Μάρκος Μπότσαρης στη μεγάλη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου (1823), κατά την οποία τον σκότωσε ο ίδιος.

Tα δυο αδέλφια οδηγήθηκαν μέσω Καρπενησίου στα Γιάννενα, όπου ο Αλή πασάς ζήτησε από τον Κατσαντώνη να προσκυνήσει αλλά ακόμη να του αποκαλύψει που κρύβει τους θησαυρούς του. Επειδή ο Κατσαντώνης αγέρωχα αρνήθηκε τις προτάσεις του Βεζίρη των Ιωαννίνων, διέταξε να τον σκοτώσουν μαζί με τον αδελφό του, αφού πρώτα τους σπάσανε τα ισχία. Όπως υποστηρίζει η παράδοση, ο Κατσαντώνης την ώρα του μαρτυρίου τραγουδούσε τραγούδια της λευτεριάς.

 

1. (Τσάμικο)

Μαυρίζουν πάλι τα βουνά μαυρίζουνε κι οι κάμποι
κι οι ρεματιές αχολογάν
τι νάν' ο αχός που ακούγεται;
Ο Κατσαντώνης πολεμά με τους Αρβανιτάδες.
Χίλιους σκοτώνει στο βουνό και χίλιους μεσ' στον κάμπο.
Τρία μπαϊράκια άρπαξε κι όλον τον τσαμπχανέ τους
και σαν τα γίδια φεύγουνε σαν πρόβατα σκορπάνε.

2. (Δημοτικό)

Τ' είν' ο βορηάς που σηκώθηκε τ' είναι κι' η μαύρη μπόρα;
Ο Κατσαντώνης πολεμά με τους Αρβανιτάδες...

3. (Δημοτικό)

Πολλά ντουφέκια πέφτουνε μεσ' στο Μοναστηράκι.
Μήνα σε γάμο πέφτουνε μήνα σε πανηγύρι;
ουδέ σε γάμο πέφτουνε ουδέ σε πανηγύρι.
Τον Κατσαντώνη πιάσανε κατάκοιτον στο στρώμα.
Κι ο Κατσαντώνης χούγιαξε και ο Κατσαντών'ς φωνάζει.
Πολέμα Γιώργο όσο μπορείς πολέμα και χουχότα.
Μήπως ακούσουν τα παιδιά και ο Κώστας Λεπενιώτης
και πάνε και τα πιάσουνε στα Βραγγιανά στη Ράχη.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1. Αγγελική Χατζημιχάλη, Οι Σαρακατσάνοι, 1957

2. Κώστας Κωτσοκάλης, Ο Κατσαντώνης της Ρωμιοσύνης, 1977

3. Δημήτρης Σταμέλος, ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ, Η αποθέωση της παλικαριάς, 1982

4. Δημήτριος Κ. Παπακαρυάς, ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΟΥ ΦΟΥΡΝΑ των Αγράφων, 1992

5. Δημήτρης Λουκόπουλος, Στ’ Άγραφα ένα ταξίδι, 1932

6. Δημήτρης Λουκόπουλος, Στα βουνά του Κατσαντώνη, 1929